Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ηνάχλιο [ουσ ουδ.] ήπια [επίρ.]
ηνί§α [ουσ ουδ πληθ.] ήπιος [επίθ.]
ηνίοχος {ηνιόχ-ου ... ηπιότατος [επίθ.]
ηνωμένος [επίθ.] ηπιότερος [επίθ.]
ηξηντακόμματον [ουσ ουδ.] ηπιότητα [θηλ.ουσ]
ήουν [σύνδ.] ηπιώτατος [επίθ.]
ΗΠΑ [ακρ.] ηπιώτερος [επίθ.]
ήπαρ {ήπ-ατος |... ηπορώ [ρ. μτβ.]
ηπαρίνη {χωρ. πληθ... Ήρα [κύρ.όν. θηλ.]
ηπαταλγία {χωρ. πληθ... ηράκλειος [επίθ.]
ηπατεκτομή [θηλ.ουσ] Ηρακλειώτης [ουσ αρσ ]
ηπατικός [επίθ.] Ηρακλειώτισσα [θηλ.ουσ]
ηπατίτιδα {χωρ. πληθ... Ηρακλής {-ή κ. -έο...
ηπατολογία {χωρ. πληθ... ήρεμα [επίρ.]
ηπατομεγαλία [θηλ.ουσ] ηρέμησε! [επιφ.]
ηπατοπάθεια {ηπατοπαθε... ηρεμία {χωρ. γεν....
ηπατοπαθής [επίθ.] ηρεμίζω [ρ. μτβ.]
ηπατοχολικός [επίθ.] ηρεμιστικό [ουσ ουδ.]
ηπάτωσις [θηλ.ουσ] ηρεμιστικός [επίθ.]
ήπειρος {ηπείρ-ου ... ήρεμος [επίθ.]
ηπειροτικός [επίθ.] ηρεμότατος [επίθ.]
ηπειρώτης [ουσ αρσ ] ηρεμότερος [επίθ.]
ηπειρώτικος [επίθ.] ηρεμώ [ρ.αμτβ.]
ηπειρωτικός [επίθ.] ηρεμώτατος [επίθ.]
ηπειρώτισσα [θηλ.ουσ] ηρεμώτερος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: