Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόηνί§α
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός 1 bri`glie ~fp~, re`dini ~fp~ 2 (fig) coma`ndo ~m~, direzio`ne ~f~, gove`rno ~m~ βαστά γερά τα ηνία του κράτούς == tiene saldamente in mano le redini dello stato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |