Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόήπαρ
ουσιαστικό ουδέτερο anatomia ((arcaico)) fe`gato ~m~ κίρρωση του ήπατος == cirrosi epatica | μού κόπηκαν τα ήπατα == ho preso un terribile spavento, ho avuto una paura matta permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |