Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δακτυλογράφος [ουσ αρσ και θηλ.] δάμασμα [ουσ ουδ.]
δακτυλογραφώ {δακτυλογρ... δαμασμένος [επίθ.]
δακτυλοδεικτούμενος [επίθ.] δαμαστής [ουσ αρσ ]
δακτυλοθέτηση [θηλ.ουσ] δαμάστρια {δαμαστριώ...
δάκτυλος {δακτύλ-ου... Δαναοί [ουσ αρσ πληθ.]
δακτυλοσκοπικός [επίθ.] δανδής {δανδήδες}
δακτυλοφόρος [επίθ.] Δανέζα [θηλ.ουσ]
δακτυλωτός [επίθ.] δανέζικα [ουσ ουδ πληθ.]
Δαλματία [θηλ.ουσ] δανέζικος [επίθ.]
δαλματική [θηλ.ουσ] δανείζομαι [ρ. παθ.]
δαλματικός [επίθ.] δανειζόμενος [επίθ.]
Δαλματός [ουσ αρσ ] δανείζω {δάνεισ-α,...
δαλτωνισμός [ουσ αρσ ] δανεικά [ουσ ουδ πληθ.]
δαμάζομαι [ρ. παθ.] δανεικός [επίθ.]
δαμάζω {δάμασ-α, ... δάνειο {δανεί-ου ...
δαμάλα {χωρ. γεν.... δανειοδοτημένος [επίθ.]
δαμάλι {δαμαλ-ιού... δανειοδότηση {-ης κ. -ή...
δαμαλίδα {χωρ. πληθ... δανειοδότρια {δανειοδο-...
δαμαλίζω (δαμάλ-ισα... δανειοδοτώ [-είς, -εί...
δαμαλισμένος [επίθ.] δανειολήπτρια {δα-νειολη...
δαμαλισμός [ουσ αρσ ] δάνειος [επίθ.]
δαμάσκηνο [ουσ ουδ.] δανεισμένος [επίθ.]
δαμασκηνός [επίθ.] δανεισμός [ουσ αρσ ]
δαμάσκο [ουσ ουδ.] δανειστής [ουσ αρσ ]
Δαμασκός [ουσ αρσ ] δανειστικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: