Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Δανέζα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Δανέζος ^-ου, ο^]
2 dane`se ~f~; abita`nte ~f~ della Danima`rca

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δανδής δανέζικα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---