Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδαμαστής
ουσιαστικό αρσενικό domato`re ~m~ δαμάστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [δαμαστής ^-ή, ο^] 2 domatri`ce ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |