Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
δαμαλισμένος
επίθετο
participio passato del verbo
[δαμαλίζω]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< δαμαλίζω
δαμαλισμός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
δαμάζω
{δάμασ-α, ...
δαμάλα
{χωρ. γεν....
δαμάλι
{δαμαλ-ιού...
δαμαλίδα
{χωρ. πληθ...
δαμαλίζω
(δαμάλ-ισα...
δαμαλισμένος
[επίθ.]
δαμαλισμός
[ουσ αρσ ]
δαμάσκηνο
[ουσ ουδ.]
δαμασκηνός
[επίθ.]
δαμάσκο
[ουσ ουδ.]
Δαμασκός
[ουσ αρσ ]
δάμασμα
[ουσ ουδ.]
δαμασμένος
[επίθ.]
δαμαστής
[ουσ αρσ ]
δαμάστρια
{δαμαστριώ...
Δαναοί
[ουσ αρσ πληθ.]
δανδής
{δανδήδες}
Δανέζα
[θηλ.ουσ]
δανέζικα
[ουσ ουδ πληθ.]
δανέζικος
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis