Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δαμάζομαι
ρήμα παθητικό

1 addomestica`rsi
2 ammansi`rsi

δαμάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 animali addomestica`re; doma`re
2 persone doma`re δεν μπόρεσε να δαμάσει τα παιδιά της==non ha potuto domare i figli
3 repri`mere; contene`re; ferma`re δαμάζω το θυμό μου==reprimere la propria rabbia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δαλτωνισμός δαμάλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---