Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδανειστής
ουσιαστικό αρσενικό chi presta; mutuante ~m~; creditore ~m~ δανείστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [δανειστής ^-ή, ο^] 2 chi presta; mutuante ~f~; creditri`ce ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |