Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδαντέλα
ουσιαστικό θηλυκό merle`tto ~m~; pizzo ~m~; trina ~f~ νταντέλα ουσιαστικό θηλυκό variante di [δαντέλα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |