Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δαντέλα  
ουσιαστικό θηλυκό

merle`tto ~m~; pizzo ~m~; trina ~f~

νταντέλα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [δαντέλα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Δανός δαντέλωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---