Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δαπανάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [δαπανώ]

δαπανώ  
ρήμα μεταβατικό

1 spe`ndere
2 χρόνο spreca`re
3 ((per estensione)) spreca`re; sciupa`re δαπάνησε τις δυνάμεις του χωρίς αποτέλεσμα==ha sprecato inutilmente le forze

δαπανώμαι
ρήμα παθητικό

variante di [δαπανιέμαι]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δαντικός δαπανεύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---