δαπανάω
ρήμα μεταβατικό
variante di [δαπανώ]
δαπανώ
ρήμα μεταβατικό
1 spe`ndere
2 χρόνο spreca`re
3 ((per estensione)) spreca`re; sciupa`re δαπάνησε τις δυνάμεις του χωρίς αποτέλεσμα==ha sprecato inutilmente le forze
δαπανώμαι
ρήμα παθητικό
variante di [δαπανιέμαι]