Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

νομοκανόνας [ουσ αρσ ] νοσηλεύομαι [ρ. παθ.]
νομολογία [θηλ.ουσ] νοσηλευόμενος [επίθ.]
νομομαθής [ουσ αρσ και θηλ.] νοσογραφία {χωρ. πληθ...
νόμος [ουσ αρσ ] νοσοκόμα [θηλ.ουσ]
νομός [ουσ αρσ ] νοσοκομειακός [επίθ.]
νομοσχέδιο {νομοσχεδί... νοσοκομείο [ουσ ουδ.]
νομοταγής {νομοταγ-ο... νοσοκόμος [ουσ αρσ και θηλ.]
νομοταγώς [επίρ.] νοσολογία {χωρ. πληθ...
νομοτέλεια {χωρ. πληθ... νοσολογικός [επίθ.]
νόνα [θηλ.ουσ] νοσομανία [θηλ.ουσ]
νονά [θηλ.ουσ] νόσος [θηλ.ουσ]
νονός [ουσ αρσ ] νοσοφοβία {χωρ. πληθ...
νοοτροπία {νοοτροπιώ... νοσταλγία {χωρ. πληθ...
νοούμενο {νοουμέν-ο... νοσταλγικά [επίρ.]
Νορβηγία [θηλ.ουσ] νοσταλγικός [επίθ.]
Νορβηγίδα [θηλ.ουσ] νοσταλγός [ουσ αρσ και θηλ.]
νορβηγικός [επίθ.] νοσταλγώ {νοσταλγεί...
Νορβηγός [ουσ αρσ ] νόστιμα [επίρ.]
νόρια [θηλ.ουσ] νοστιμάδα {χωρ. πληθ...
νόρμα {σπάν. νορ... νοστιμεύω {νοστίμ-εψ...
νορμάλ [επίθ.] νοστιμιά [θηλ.ουσ]
Νορμανδία [θηλ.ουσ] νοστιμίζω (νοστίμισα...
Νορμανδός [ουσ αρσ ] νόστιμος [επίθ.]
νοσηλεία {νοσηλειών... νοστιμότατος [επίθ.]
νοσηλευμένος [επίθ.] νοσφίζομαι {νοσφίσθηκ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: