Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
Νορβηγός
ουσιαστικό αρσενικό
norveg
e
se (m)
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< νορβηγικός
νόρια >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
νοοτροπία
{νοοτροπιώ...
νοούμενο
{νοουμέν-ο...
Νορβηγία
[θηλ.ουσ]
Νορβηγίδα
[θηλ.ουσ]
νορβηγικός
[επίθ.]
Νορβηγός
[ουσ αρσ ]
νόρια
[θηλ.ουσ]
νόρμα
{σπάν. νορ...
νορμάλ
[επίθ.]
Νορμανδία
[θηλ.ουσ]
Νορμανδός
[ουσ αρσ ]
νοσηλεία
{νοσηλειών...
νοσηλευμένος
[επίθ.]
νοσηλεύομαι
[ρ. παθ.]
νοσηλευόμενος
[επίθ.]
νοσογραφία
{χωρ. πληθ...
νοσοκόμα
[θηλ.ουσ]
νοσοκομειακός
[επίθ.]
νοσοκομείο
[ουσ ουδ.]
νοσοκόμος
[ουσ αρσ και θηλ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis