Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
νοσφίζομαι
ρήμα μεταβατικό
usurpare
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< νοστιμότατος
νοσφισμός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
νοστιμεύω
{νοστίμ-εψ...
νοστιμιά
[θηλ.ουσ]
νοστιμίζω
(νοστίμισα...
νόστιμος
[επίθ.]
νοστιμότατος
[επίθ.]
νοσφίζομαι
{νοσφίσθηκ...
νοσφισμός
[ουσ αρσ ]
νοσφιστής
[ουσ αρσ ]
νοσώ
{νοσείς......
νοσώδης
{νοσώδ-ους...
νότα
{δύσχρ. νο...
νοτάριος
{νοταρί-ου...
νοτερός
[επίθ.]
νοτιά
{χωρ. πληθ...
νότια
[επίρ.]
νοτιάς
{νοτιάδες}...
νοτίζομαι
[ρ.]
νοτίζω
{νότισα, -...
νοτιοαμερικανικός
[επίθ.]
Νοτιοαμερικάνος
[ουσ αρσ ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis