Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


νοστιμίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 assaporare
2 insaporire
3 saporire (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  νοστιμιά νόστιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---