Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


νοστιμιά
ουσιαστικό θηλυκό

1 gusto
2 manicaretto
3 prelibatezza
4 saporosità
5 squisitezza
6 succosità
7 sugosità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  νοστιμεύω νοστιμίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---