Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λουκάνικον [ουσ ουδ.] λουλούδιασμα [ουσ ουδ.]
Λουκάς [κύρ.όν. αρσ.] λουλουδιασμένος [επίθ.]
Λουκέρνη [κύρ.όν. θηλ.] λουλουδίζω μππ. λουλο...
λουκέτο [ουσ ουδ.] λουλούδισμα [ουσ ουδ.]
λούκι {δύσχρ. λο... λουλουδισμένος [επίθ.]
Λουκία [κύρ.όν. θηλ.] λουλουδιστός [επίθ.]
Λουκιανός [κύρ.όν. αρσ.] λούλουδο [ουσ ουδ.]
λουκούλλειος [επίθ.] λουλουδού {λουλουδού...
λουκουμάς {λουκουμάδ... λουλώνω [ρ.]
λουκούμι {λουκουμ-ι... λουμίνι {λουμιν-ιο...
λουκτικιώ [ρ.] λούμπα {χωρ. γεν....
λουλάδα [θηλ.ουσ] λουμπάγκο [ουσ ουδ.]
λουλακής [επίθ.] λούμπεν [επίθ.]
λουλάκι {λουλακιού... Λουμπινάριος [ουσ αρσ ]
λουλακί [ουσ ουδ.] λούνα–παρκ, λούνα παρκ [ουσ ουδ.]
λουλάκιασμα [ουσ ουδ.] λουξ [επίθ.]
λουλάς {λουλάδες} Λουξεμβούργο [nome pr. nt.]
λουλία [θηλ.ουσ] λούομαι [ρ. παθ.]
λουλόγρια [θηλ.ουσ] λουόμενος [επίθ.]
λουλός [επίθ.] Λουπαδιώτης [ουσ αρσ ]
λουλουδάκι [ουσ ουδ.] Λουπάρδος [ουσ αρσ ]
λουλουδάτος [επίθ.] λούπινο [ουσ ουδ.]
λουλουδένιος [επίθ.] λουπουλίνη [θηλ.ουσ]
λουλούδι {λουλουδ-ι... λουράκι [ουσ ουδ.]
λουλουδιάζω {λουλούδισ... λούρδος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: