Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλουλός
επίθετο variante di [λωλός] λωλός επίθετο 1 ((popolare)) matto, pazzo 2 ((popolare)) sconsidera`to, pazzere`llo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |