Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλωλαμάρα
ουσιαστικό θηλυκό 1 ((popolare)) pazzi`a ~f~, folli`a ~f~ 2 ((popolare)) insensate`zza ~f~, sconsiderate`zza ~f~, folli`a ~f~ είναι σκέτη λωλαμάρα να οδηγείς έτσι μες στη βροχή == è una vera follia guidare così sotto la pioggia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |