GrecoItaliano


λωποδύτης  
ουσιαστικό αρσενικό

ladru`ncolo ~m~

λωποδύτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [λωποδύτης]

λωποδύτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [λωποδύτης]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:LWPODYTHS100}}
---CACHE---