Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλουρίδα
ουσιαστικό θηλυκό 1 ζώνη cintu`ra ~f~, ci`nghia ~f~ 2 τμήμα επιφανείας stri`scia ~f~ di te`rra 3 κυκλοφορίας corsi`a ~f~ κόβω σε λουρίδες == tagliare a strisce λωρίδα ουσιαστικό θηλυκό variante di [λουρίδα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |