Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λουρί  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ιμάντας corre`ggia ~f~, ci`nghia di ~f~ cuo`io
2 σκυλιού guinza`glio
3 ζώνη cintu`ra
4 ρολογιού cinturi`no

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λούρδος λουρίδα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


από το λουρί = al guinzaglio


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---