Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλουσάτος
επίθετο 1 che è vesti`to sfarzosame`nte 2 di cose sfarzo`so, sontuo`so ένα λουσάτο βραδινό φόρεμα == un abito da sera sfarzoso && λουσάτη επίπλωση == arredamento sontuoso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |