Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λούσιμο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 il lavare ~m~, il lavarsi ~m~ la testa, scia`mpo ~m~
2 ((figurato)) lava`ta ~f~ di capo, di testa, ramanzi`na ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λούση λουσμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---