Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λουστρίνι  
ουσιαστικό ουδέτερο

pelle ~f~ lu`cida, verni`ce ~f~, coppa`le ~f~

λουστρίνια
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

scarpe ~fp~ di verni`ce

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λουστράρω λούστρο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---