Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλούστρο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 verni`ce ~f~, lu`cido ~m~ περνάω κάτι με λούστρο == dare il lucido, dare una mano di vernice a qualcosa 2 lucide`zza ~f~, lu`cido ~m~ τo κομό έχασε τo λούστρο του == il cassettone ha perso il lucido 3 lucidatu`ra ~f~, verniciatu`ra ~f~ 4 ((figurato)) verni`ce ~f~, infarinatu`ra ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |