Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλιλούδι
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [λουλούδι] λουλούδι ουσιαστικό ουδέτερο fio`re ~m~ η αμυγδαλιά έβγαλε, γέμισε λουλoύδια == il mandorlo è fiorito λούλουδο ουσιαστικό ουδέτερο variante popolare di [λουλούδι] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |