Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

υπερτερώ {υπερτερεί... υπερφίαλος [επίθ.]
υπερτιμημένος [επίθ.] Υπερφίλτρο [ουσ ουδ.]
υπερτίμηση {-ης κ. -ή... υπερφορολογώ [ρ.]
υπερτιμολόγηση [θηλ.ουσ] υπερφορτίζω [ρ. μτβ.]
υπερτιμολογώ {υπερτιμολ... υπερφορτισμένος [επίθ.]
υπερτιμώ {υπερτιμάς... υπέρφορτος [επίθ.]
υπέρτιτλος [ουσ αρσ ] υπερφορτωμένος [επίθ.]
υπερτονία [θηλ.ουσ] υπερφορτώνομαι [ρ.]
υπερτονίζω {υπερτόνισ... υπερφορτώνω {υπερφόρτω...
υπέρτονος [επίθ.] υπερφόρτωση [θηλ.ουσ]
Υπερτοξικός [επίθ.] υπερφυγοκέντρηση [θηλ.ουσ]
υπερτρίχωση {-ης κ. -ώ... υπερφυής {υπερφυ-ού...
υπερτροφία {χωρ. πληθ... υπερφυσικά [επίρ.]
υπερτροφικός [επίθ.] υπερφυσικός [επίθ.]
υπερτροφοδοσία [θηλ.ουσ] υπερφυσικότητα [θηλ.ουσ]
υπερτροφοδότηση [θηλ.ουσ] υπερχειλίζω {υπερχείλι...
υπέρυθρος [επίθ.] υπερχείλιση [θηλ.ουσ]
υπερύψηλος [επίθ.] υπερχειλισμένος [επίθ.]
υπερυψηλός [επίθ.] υπερχλωρίδιο [ουσ ουδ.]
υπερυψωμένος [επίθ.] υπερχλωρυδρία {χωρ. πληθ...
υπερυψώνομαι [ρ.] υπερχρονίζω [ρ.]
υπερυψώνω {υπερύψω-σ... υπερψηφίζω {υπερψήφισ...
υπερύψωση [θηλ.ουσ] υπερψήφιση {-ης κ. -ί...
υπερφαλαγγίζω {υπερφαλάγ... υπερώα {δύσχρ. υπ...
υπερφαλάγγιση [θηλ.ουσ] υπερώθηση [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: