Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›υπερυψώνομαι

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

υπερυψώνομαι
ρήμα

1 elevarsi
2 grandeggiare
3 rialzarsi (vrifl)
4 sopraelevarsi (vrifl)
5 soprammontare (vi)

permalink
‹ υπερυψωμένος
υπερυψώνω ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

υπερτροφοδότηση [θηλ.ουσ]
υπέρυθρος [επίθ.]
υπερύψηλος [επίθ.]
υπερυψηλός [επίθ.]
υπερυψωμένος [επίθ.]
υπερυψώνομαι [ρ.]
υπερυψώνω {υπερύψω-σ...
υπερύψωση [θηλ.ουσ]
υπερφαλαγγίζω {υπερφαλάγ...
υπερφαλάγγιση [θηλ.ουσ]
υπερφίαλος [επίθ.]
Υπερφίλτρο [ουσ ουδ.]
υπερφορολογώ [ρ.]
υπερφορτίζω [ρ. μτβ.]
υπερφορτισμένος [επίθ.]
υπέρφορτος [επίθ.]
υπερφορτωμένος [επίθ.]
υπερφορτώνομαι [ρ.]
υπερφορτώνω {υπερφόρτω...
υπερφόρτωση [θηλ.ουσ]


{{ID:YPERYJWNOMAI100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti