Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


υπερυψώνομαι
ρήμα

1 elevarsi
2 grandeggiare
3 rialzarsi (vrifl)
4 sopraelevarsi (vrifl)
5 soprammontare (vi)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  υπερυψωμένος υπερυψώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---