Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


υπερφορτώνω
ρήμα μεταβατικό

1 caricare
2 conculcare
3 congestionare
4 oberare (vt)
5 onerare (vt)
6 sovraccaricare (vt)
7 vessare
8 caricare eccessivamente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  υπερφορτώνομαι υπερφόρτωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---