Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


υπερχειλίζω
ρήμα αμετάβατο

1 rigurgitare (vi)
2 sormontare (vt)
3 traboccare
4 dar di fuori

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  υπερφυσικότητα υπερχείλιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---