Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


υπερυψώνω
ρήμα μεταβατικό

1 elevare
2 innalzare
3 inneggiare
4 magnificare (vt)
5 sopraelevare (vt)
6 stralodare (vt)
7 sviolinare (vt)
8 vantare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  υπερυψώνομαι υπερύψωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---