Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

στρατοπεδευμένος [επίθ.] στρεπτόκοκκος [ουσ αρσ ]
στρατοπέδευση [θηλ.ουσ] στρεπτομυκίνη {στρεπτομυ...
στρατοπεδεύω {στρατοπέδ... στρεπτός [επίθ.]
στρατόπεδο {στρατοπέδ... στρεπτότητα [θηλ.ουσ]
στρατός [ουσ αρσ ] στρες [ουσ ουδ.]
στρατόσφαιρα [θηλ.ουσ] στρεσάρισμα [ουσ ουδ.]
στρατοσφαιρικός [επίθ.] στρεσαρισμένος [επίθ.]
στρατουλίζω {στρατούλι... στρεσάρω {στρεσάρισ...
στρατώνα {χωρ. γεν.... στρέφομαι παθ. αόρ. ...
στρατώνας [ουσ αρσ ] στρεφόμενος [επίθ.]
στρατωνίζομαι [ρ. παθ.] στρέφω {έστρεψα, ...
στρατωνίζω {στρατώνισ... στρέψη {-ης κ. -ε...
στρατωνισμός [ουσ αρσ ] στρεψοδίκης [ουσ αρσ ]
στράφι [επίρ.] στρεψοδικία {στρεψοδικ...
στρεβλά [επίρ.] στρίβε! [επιφ.]
στρεβλός [επίθ.] στρίβω {έστριψα, ...
στρεβλότητα [θηλ.ουσ] στρίγκλα [θηλ.ουσ]
στρεβλωμένος [επίθ.] στριγκλιά [θηλ.ουσ]
στρεβλώνω {στρέβλω-σ... στριγκλίζω (στρίγκλισ...
στρέβλωση {-ης κ. -ώ... στρίγκλισμα [ουσ ουδ.]
στρείδι {στρειδ-ιο... στρίγκλος [ουσ αρσ ]
στρειδοκαλλιέργεια [θηλ.ουσ] στριγκός [επίθ.]
στρεπτικός [επίθ.] στριμμένα [επίρ.]
στρεπτοκοκκαιμία [θηλ.ουσ] στριμμένος [επίθ.]
στρεπτοκοκκίαση {-ης κ. -ά... στρίμωγμα [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: