Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στρατόπεδο
ουσιαστικό ουδέτερο

caserma

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στρατοπεδεύω στρατός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το στρατόπεδο συγκεντρώσης = campo [αρσ.] di concentramento || το στρατόπεδο προσφύγων = campo [αρσ.] profughi


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---