Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στρατοπεδεύω
ρήμα αμετάβατο

1 accampare
2 accamparsi
3 accantonare
4 accasermare
5 acquartierare
6 alloggiare
7 attendare
8 bivaccare
9 campeggiare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στρατοπέδευση στρατόπεδο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---