Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

στεμματογράφος [ουσ αρσ ] στενόμακρος [επίθ.]
στενά [ουσ ουδ πληθ.] στενομυαλιά [θηλ.ουσ]
στέναγμα {στενάγμ-α... στενόμυαλος [επίθ.]
στεναγμός [ουσ αρσ ] στενός [επίθ.]
στενάζω {στέναξα} ... στενοσόκακο [ουσ ουδ.]
στεναξιά [θηλ.ουσ] στενότητα {χωρ. πληθ...
στεναχτικός [επίθ.] στενοτυπία [θηλ.ουσ]
στεναχώρια [θηλ.ουσ] στενοχωρημένος [επίθ.]
στεναχωρώ [-είς, -εί... στενοχώρια {χωρ. γεν....
στένεμα [ουσ ουδ.] στενοχωριέμαι αόρ. και σ...
στενεύω {στένε-ψα,... στενοχώριες [θηλ. ουσ πληθ.]
στενό [ουσ ουδ.] στενόχωρος [επίθ.]
στενοβαθικός [επίθ.] στενοχωρούμαι αόρ. και σ...
στενογραφημένος [επίθ.] στενοχωρώ {στενοχωρε...
στενογραφία {χωρ. πληθ... στεντόρειος [επίθ.]
Στενογραφικά [επίρ.] στενωπός [επίθ.]
στενογραφικός [επίθ.] στένωση {-ης κ. -ώ...
στενογράφος [ουσ αρσ και θηλ.] στέπα {στεπών}
στενοδακτυλογραφία [θηλ.ουσ] στερακτίνιο [ουσ ουδ.]
στενοδακτυλογράφος [ουσ αρσ και θηλ.] στέργω {έστερξα} ...
στενοθερμία [θηλ.ουσ] στερεά [επίρ.]
στενοκαρδία [θηλ.ουσ] στέρεο [ουσ ουδ.]
στενόκαρδος [επίθ.] στερεοβάτης {στερεοβατ...
στενοκεφαλιά [θηλ.ουσ] στερεοβλαστίδιο [ουσ ουδ.]
στενοκέφαλος [επίθ.] στερεογνωσία {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: