Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
στενοδακτυλογράφος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
stenodattilografo
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< στενοδακτυλογραφία
στενοθερμία >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
στενογραφία
{χωρ. πληθ...
Στενογραφικά
[επίρ.]
στενογραφικός
[επίθ.]
στενογράφος
[ουσ αρσ και θηλ.]
στενοδακτυλογραφία
[θηλ.ουσ]
στενοδακτυλογράφος
[ουσ αρσ και θηλ.]
στενοθερμία
[θηλ.ουσ]
στενοκαρδία
[θηλ.ουσ]
στενόκαρδος
[επίθ.]
στενοκεφαλιά
[θηλ.ουσ]
στενοκέφαλος
[επίθ.]
στενόμακρος
[επίθ.]
στενομυαλιά
[θηλ.ουσ]
στενόμυαλος
[επίθ.]
στενός
[επίθ.]
στενοσόκακο
[ουσ ουδ.]
στενότητα
{χωρ. πληθ...
στενοτυπία
[θηλ.ουσ]
στενοχωρημένος
[επίθ.]
στενοχώρια
{χωρ. γεν....
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis