Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στενοκεφαλιά
ουσιαστικό θηλυκό

1 bacchettoneria
2 beghinaggio
3 campanilismo
4 eruditismo
5 grettezza
6 illiberalità
7 mulaggine
8 ostinazione
9 parrocchialità
10 pertinacia
11 pignoleria
12 ristrettezza di idee
13 ristrettezza di mente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στενόκαρδος στενοκέφαλος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---