Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στενοχωρούμαι
ρήμα παθητικό

1 amareggiarsi
2 angosciarsi
3 angustiarsi
4 appassionarsi
5 contristarsi
6 conturbarsi
7 crucciarsi
8 dannarsi
9 deprimersi
10 inacidire
11 inacidirsi
12 inasprire
13 inasprirsi
14 rammaricarsi (vrifl)
15 rattristarsi (vrifl)
16 rimproverarsi (vrifl)
17 struggersi (vrifl)
18 rimanere male

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στενόχωρος στενοχωρώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---