Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στενεύω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 limitare
2 restringere (vt)
3 ristringersi (vrifl)
4 stringere (vi)
5 stringere (vt)
6 strozzarsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στένεμα στενό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---