Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σκολάζω {σκοίνιασ-... σκόπευτρο [ουσ ουδ.]
σκολειό [ουσ ουδ.] σκοπεύω {σκόπευσα}...
σκόλη [θηλ.ουσ] σκοπιά [θηλ.ουσ]
σκολιανά [ουσ ουδ πληθ.] σκόπιμα [επίρ.]
σκολιανός [επίθ.] σκόπιμος [επίθ.]
σκολιαρούδι [ουσ ουδ.] σκοπιμότητα {σκοπιμοτή...
σκολιός [επίθ.] σκοπίμως [επίρ.]
σκολίωση {-ης κ. -ώ... σκοπιωρός [ουσ αρσ ]
σκολόπενδρα [θηλ.ουσ] σκοποβολή [θηλ.ουσ]
σκολόπεντρα {σκολοπεντ... σκοπολαμίνη [θηλ.ουσ]
σκολοπισμός [ουσ αρσ ] σκοπός [ουσ αρσ ]
σκόλοψ {σκόλ-οπος... σκοπούμενο [ουσ ουδ.]
σκονάκι {χωρ. γεν.... σκοπούμενον {σκοπουμέν...
σκόνη {χωρ. γεν.... σκορ [ουσ ουδ.]
σκονίζομαι [ρ.] σκοράρισμα [ουσ ουδ.]
σκονίζω {σκόνισ-α,... σκοράρω {σκόραρα κ...
σκόνισμα [ουσ ουδ.] σκορβουτικός [επίθ.]
σκονισμένος [επίθ.] σκορβούτο [ουσ ουδ.]
σκόνταμμα [ουσ ουδ.] σκορδαλιά [θηλ.ουσ]
σκοντάφτω [ρ.] σκόρδο [ουσ ουδ.]
σκόντο {χωρ. πληθ... σκόρερ {άκλ.}
σκόπελος [ουσ αρσ ] σκόρος [ουσ αρσ ]
σκόπευση {-ης κ. -ε... σκοροφαγωμένος [επίθ.]
σκοπευτήριο {σκοπευτηρ... σκορπαλευράς [ουσ αρσ ]
σκοπευτής [ουσ αρσ ] σκόρπια [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: