Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκοποβολή
ουσιαστικό θηλυκό

tiro a segno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκοπιωρός σκοπολαμίνη  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η σκοποβολή = tiro [αρσ.] a segno


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---