Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκοπιμότητα
ουσιαστικό θηλυκό

1 convenienza
2 dolo
3 dolosità
4 intenzionalità
5 opportunità
6 premeditazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκόπιμος σκοπίμως  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---