Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσκοπός
ουσιαστικό αρσενικό 1 fine (m), scopo 2 [φρουρός] sentinella 3 [στόχος] bersaglio permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαμε σκοπό το κέρδος = a scopo di lucro Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |