Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκορπαλευράς
ουσιαστικό αρσενικό

1 dissipatore
2 prodigo
3 scialacquone
4 scialatore
5 sciupone
6 spendaccione
7 sprecone

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκοροφαγωμένος σκόρπια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---