Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκόρπιος
επίθετο

1 disperso
2 infiorettato
3 seminato

σκορπιός
ουσιαστικό αρσενικό

zoologia scorpione (m)

Σκορπιός
κύριο όνομα αρσενικό

scorpione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκορπιοί σκόρπισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---