Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκοπεύω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 osservare
2 [με όπλο] mirare, prendere la mira
3 [έχω σκοπό] intendere, avere intenzione (f)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκόπευτρο σκοπιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---