Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σκιώδης {σκιώδ-ους... σκληρόδερμος [επίθ.]
σκλαβιά [θηλ.ουσ] σκληροκαρδία [θηλ.ουσ]
σκλάβος [επίθ.] σκληρόκαρδος [επίθ.]
σκλάβος {δύσχρ. σκ... σκληροκεφαλιά [θηλ.ουσ]
σκλάβωμα [ουσ ουδ.] σκληροκέφαλος [επίθ.]
σκλαβωμένος [επίθ.] σκληρόμετρο {σκληρομέτ...
σκλαβώνομαι [ρ.] σκληρόπετσος [επίθ.]
σκλαβώνω {σκλάβω-σα... σκληροπρωτεΐνη [θηλ.ουσ]
σκλήθρα {σκληθρων} σκληροπυρηνικός [επίθ.]
σκλήθρες [θηλ. ουσ πληθ.] σκληρός [επίθ.]
σκληρά [επίρ.] σκληρότητα {χωρ. πληθ...
σκληραγωγημένος [επίθ.] σκληροτομή [θηλ.ουσ]
σκληραγώγηση [θηλ.ουσ] σκληροτράχηλος [επίθ.]
σκληραγωγούμαι [ρ. παθ.] σκληρύνομαι [ρ.]
σκληραγωγώ {σκληραγωγ... σκλήρυνση {-ης κ. -ύ...
σκληράδα [θηλ.ουσ] σκληρυντικός [επίθ.]
σκληραίνω {σκλήρυ-να... σκληρύνω (σκλήρ-υνα...
σκληραίος [επίθ.] σκλήρωμα {σκληρώμ-α...
σκληρέγχυμα {σκληρεγχύ... σκλήρωση [θηλ.ουσ]
σκληρία {σκληριών} σκληρωτικός [επίθ.]
σκληριά [θηλ.ουσ] σκνίπα {σκνιπών}
σκληρίζω {σκλήρισα} σκοινάκι [ουσ ουδ.]
σκλήρισμα {σκληρίσμ-... σκοινί [ουσ ουδ.]
σκληρίτιδα [θηλ.ουσ] σκοινιά [ουσ ουδ πληθ.]
σκληροδερμία {σκληροδερ... σκοινοπούλι [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: