Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκληραγωγούμαι
ρήμα παθητικό

1 agguerrirsi
2 assuefarsi
3 corazzarsi
4 indurirsi
5 essere vaccinato contro le delusioni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκληραγώγηση σκληραγωγώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---