Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκληραγωγώ
ρήμα μεταβατικό

1 agguerrire
2 assuefare
3 avvezzare
4 indurire

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκληραγωγούμαι σκληράδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---